Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἄδικα καὶ π

См. также в других словарях:

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • παράδικα — τα [παράδικος] 1. αδικίες, παρανομίες 2. (κυρίως ως επίρρ.) παράδικα ολωσδιόλου άδικα («άδικα και παράδικα» όχι απλώς άδικα αλλά αδικότατα) …   Dictionary of Greek

  • τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Σαρντού, Βικτοριέν — (Sardou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας (Παρίσι 1831 Μαρλύ 1908). Εγκατάλειψε τις ιατρικές σπουδές για v’ ασχοληθεί με το θέατρο, αλλά για μερικά χρόνια δεν κατόρθωσε v’ ανεβάσει στη σκηνή τα έργα του, και η πρώτη κωμωδία του (Η ταβέρνα των… …   Dictionary of Greek

  • σφαγιάζω — σφαγίασα, σφαγιάστηκα, σφαγιασμένος 1. σφάζω και μάλιστα ζώα για θυσία. 2. καταστρέφω άδικα και χωρίς οίκτο, εξοντώνω, καταπατώ: Σφαγιάστηκαν τα εθνικά συμφέροντα. – Σφαγιάστηκαν χιλιάδες υποψηφίων στις εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικοβγάζω — και βγάλλω και βγάνω και βγάλνω αποδίδω άδικα, ψευδώς, κατηγορία σε κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώ, δυσφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + βγάζω ή βγάλλω ή βγάνω ή βγάλνω. ΠΑΡ. αδικόβγαλμα, αδικοβγάλτης] …   Dictionary of Greek

  • αδικοβάλλω — και βάζω και βάνω 1. κατηγορώ ψευδώς, διαβάλλω, συκοφαντώ 2. άδικα υποπτεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο* + βάλλω ή βάζω ή βάνω] …   Dictionary of Greek

  • παραπράσσω — και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α 1. κάνω κάτι που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου 2. βοηθώ σε μια πράξη, συμπράττω 3. κάνω κάτι άδικα, ιδίως εισπράττω χρήματα κατά τρόπο άδικο ή παράνομο …   Dictionary of Greek

  • τζάμπα — και τσάμπα Ν επίρρ. 1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν 2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα 3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ» [χάθηκε ή πέθανε]… …   Dictionary of Greek

  • αδικοκραίνω — και κρένω κατακρίνω άδικα, κακολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + κραίνω, κρένω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»